- παχυδέρμων
- παχύδερμοςthick-skinnedmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαρδί — το (Μ λαρδίον και λάρδιον) χοιρομέρι νεοελλ. (τροφ. τεχνολ.) μαλακό, κρεμώδες, λευκό λίπος με υφή βουτύρου, που περιέχεται στον υποδερμικό ιστό ορισμένων παχύδερμων τετραπόδων και ορισμένων κητωδών και που καταναλανώνεται αλίπαστο ή καπνιστό.… … Dictionary of Greek
ρινόκερος — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται πέντε είδη μεγάλων οπληφόρων θηλαστικών, της οικογένειας των Ρινοκεροντιδών, της τάξης των περιττοδάκτυλων*. Τα ζώα αυτά ανήκουν σε τέσσερα γένη, δύο από τα οποία ζουν στην Αφρική, Ν της Σαχάρας, και δύο… … Dictionary of Greek
φορίνη — ἡ, ΜΑ το παχύ δέρμα, η δορά παχύδερμων ζώων αρχ. 1. το δέρμα ορισμένων ψαριών 2. το κέλυφος τής χελώνας 3. το ανθρώπινο δέρμα 4. ένδυμα από χοιρινό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. φορ ίνη ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα… … Dictionary of Greek
Μοντάν, Ιβ — (Montand, Μονσουμάνο Άλτο, Ιταλία 1921 – 1991). Γάλλος ηθοποιός και τραγουδιστής, ιταλοεβραϊκής καταγωγής. Μετέβη οικογενειακώς στη Μασσαλία λόγω των μουσολινικών διώξεων, εγκατέλειψε το σχολείο σε μικρή ηλικία για να καταλήξει τραγουδιστής και… … Dictionary of Greek
μουστέριο ή μουστιαία εποχή — Πολιτισμός της μέσης Παλαιολιθικής εποχής, που πήρε το όνομα από τον βράχο Le Moustier στην Ντορντόν (νότια Γαλλία). Η ακμή του τοποθετείται κατά τη διάρκεια της τελευταίας παγετώδους φάσης, που αντιστοιχεί στο μέσο πλειστόκαινο. To μ. είναι… … Dictionary of Greek